- βλητικῶν
- βλητικόνstrikingneut gen pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
μεσάγκωνες — μεσάγκωνες, οί (Α) είδος βλητικών μηχανών για την εξακόντιση βελών και ακοντίων που είχαν σχήμα αγκώνα. [ΕΤΥΜΟΛ. < μεσ(ο) * + ἀγκών, ῶνος «κλείδωση, βραχίονας»] … Dictionary of Greek
εκρηκτικές ύλες — Ουσίες ή μείγματα ουσιών, τα οποία σε συνθήκες μιας εξωτερικής διέγερσης μπορούν να μετατραπούν ταχύτατα –με μία εξώθερμη αντίδραση αποσύνθεσης που συνοδεύεται συνήθως από καύση– σε έναν μεγάλο όγκο αερίων και ουσιών πτητικών σε υψηλή θερμοκρασία … Dictionary of Greek